τακέρ'

τακέρ'
τακερά , τακερός
melting in the mouth
neut nom/voc/acc pl
τακερά̱ , τακερός
melting in the mouth
fem nom/voc/acc dual
τακερά̱ , τακερός
melting in the mouth
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
τακερέ , τακερός
melting in the mouth
masc voc sg
τακεραί , τακερός
melting in the mouth
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Λούκας, Τζορτζ — (George Lucas, Καλιφόρνια 1944 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός του κινηματογράφου. Η καριέρα του ξεκίνησε σε νεαρή ηλικία, όταν συμμετέχοντας σε έναν φοιτητικό διαγωνισμό ταινιών απέσπασε το πρώτο βραβείο για το φιλμ του… …   Dictionary of Greek

  • Μπρίτζες, Τζεφ — (Jeff Bridges, Λος Άντζελες 1949 –). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Τεσσάρων μόλις μηνών έκανε την πρώτη κινηματογραφική του εμφάνιση αφού η οικογενειακή παράδοση τον ήθελε στην δημοσιότητα. Ο πατέρας του Λόιντ ήταν γνωστός ηθοποιός για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”